- ξετρελ(λ)αίνω
- (αόρ. (ε)ξετρέλ(λ)ανα, παθ. αόρ. (ε)ξετρελ(λ)άθηκα) 1. μετ. сводить с ума;
2. αμετ. , тж. ξετρελ(λ)αίνομαι — сходить с ума; — быть без ума;
είναι ξετρελλαμένος με το θέατρο он помешан на театре
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.